δίκοχο

δίκοχο
το
είδος στρατιωτικού καπέλου χωρίς γείσο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίκοχος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές 2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορικής Μνήμης Ελευθερίου Βενιζέλου — Λειτουργεί από το 1975 στον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου στεγαζόταν η λέσχη του κόμματος των Φιλελευθέρων (Χρήστου Λαδά 2, Αθήνα). Στη συλλογή του περιλαμβάνονται φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και διάφορα άλλα είδη της εποχής του Ελευθέριου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”